Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

τὸν Ἡρακλέα

См. также в других словарях:

  • Αντινόη — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Κόρη του Τηρέα και μητέρα του Παλαίμονα, που τον απέκτησε από τον Ηρακλέα. 2. Κόρη ή σύζυγος του Κηφέα. Η Α. ήταν εκείνη που έχτισε τη Μαντίνεια οδηγημένη από φίδια και οδήγησε εκεί τους κατοίκους της παλαιότερης… …   Dictionary of Greek

  • Ολίβα, Ερνάνις Περέθ ντε- — (Oliva, 1494 – 1531). Ισπανός λόγιος και φιλόσοφος. Σπούδασε στην πατρίδα του και στη Γαλλία και διορίστηκε καθηγητής της ηθικής στο πανεπιστήμιο της Σαλαμάγκας. Συνετέλεσε στην πρόοδο της ισπανικής λογοτεχνίας και υποστήριξε θερμά την καθιέρωση… …   Dictionary of Greek

  • MELCARTUS — Hercules Tyiis dictus, quasi Rex fortis melech enim Regem sonat. Unde et Hesych. Μάλικα τὸν Ἡρακλέα. aritz autem validum sonat, unde Ἄρης Graecorum, et ἥρως …   Hofmann J. Lexicon universale

  • άλεξις — Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του μάντη Αμφιάραου. Απόγονοί της ήταν οι δαίμονες του Άργους Ελάσιοι, που θεράπευαν την επιληψία. * * * ἄλεξις, η (Α) [ἀλέξω] 1. επικουρία, βοήθεια 2. ως επίθετο τού Ηρακλή («Κῷοι ἄλεξιν τὸν Ἡρακλέα νομίζουσιν», Αριστείδ …   Dictionary of Greek

  • κώας — κῶας και κῶς, τὸ (Α) 1. μαλακό δέρμα προβάτου που άπλωναν ως κάλυμμα σε καθίσματα ή κρεβάτια («στόρεσαν λέχος... κώεά τε ῤῆγός τε λίνοιό τε λεπτόν ἄωτον», Ομ. Ιλ.) 2. το χρυσόμαλλο δέρας («λέγεται τὸν Ἡρακλέα καταλειφθῆναι ὑπὸ Ἰήσονός τε καὶ τῶν… …   Dictionary of Greek

  • Εργίνος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν βασιλιάς του Ορχομενού, που έλαβε μέρος στην Αργοναυτική εκστρατεία. Αντικατέστησε τον Τίφυ που πέθανε ως πηδαλιούχος της Αργούς. Αν και νέος, είχε άσπρες τρίχες· γι’ αυτό και τον ειρωνευόταν η Υψιπύλη και οι άλλες… …   Dictionary of Greek

  • Ηρόδωρος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ιστορικός από την Ηράκλεια του Πόντου (5ος αι. π.Χ.). Έγραψε τα Καθ’ Ηρακλέα και τα Αργοναυτικά. 2. Αθηναίος ανδριαντοποιός (4ος αι. π.Χ.). Συνεργάστηκε με τον πατέρα του, Σθενέα, στο Αμφιαράειο του Ωρωπού. 3.… …   Dictionary of Greek

  • κύκνειος — α, ο(ν) (Α κύκνειος, α, ον, θηλ. και ος και κυκνῑτις, ίτιδος) [κύκνος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κύκνο ή προέρχεται από τον κύκνο («κύκνειοι πρὸς φιληκοΐαν φωναί», ΠΔ) νεοελλ. φρ. «το κύκνειον άσμα» ή απλώς «το κύκνειο» το τελευταίο έργο …   Dictionary of Greek

  • Polydamas de Skoutoussa — Polydamas de Skotoussa Polydamas de Skoutoussa est l un des plus fameux athlètes grecs de l Antiquité. Polydamas de Skotoussa est champion des Jeux olympiques de pancrace en 408 av. J. C.. Cet athlète jouit d’une grande renommée et ses exploits… …   Wikipédia en Français

  • Polydamas de skotoussa — Polydamas de Skoutoussa est l un des plus fameux athlètes grecs de l Antiquité. Polydamas de Skotoussa est champion des Jeux olympiques de pancrace en 408 av. J. C.. Cet athlète jouit d’une grande renommée et ses exploits furent souvent comparés… …   Wikipédia en Français

  • κορνοπίων — κορνοπίων, ωνος, ὁ (Α) (για τον Ηρακλή) αυτός που φυγαδεύει, που διώχνει τους κόρνοπας, τις ακρίδες («κορνοπίωνα τιμᾱσθαι παρ ἐκείνοις Ἡρακλέα ἀπαλλαγῆς ἀκρίδων χάριν», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κόρνοψ, οπ ος + κατάλ. ίων (πρβλ. κερκ ίων, μαχαιρ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»